Το δηλητήριο των υμενοπτέρων (μέλισσες, σφήκες) περιέχει αρκετά διαφορετικά αλλεργιογόνα. Η αλλεργία στα υμενόπτερα είναι συχνή, ειδικά στους πληθυσμούς που ασχολούνται επαγγελματικά με τη μελισσοκομία.

Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των ευαισθητοποιημένων ανθρώπων στο γενικό πληθυσμό είναι 10-30%, ενώ στους μελισσοκόμους αυτό ανέρχεται σε 30-60%.

Τα τσιμπήματα των υμενοπτέρων συνήθως είναι αθώα, προκαλούν μόνο ερυθρότητα με οίδημα τοπικά και ήπια φαγούρα ενώ υποχωρούν γρήγορα χωρίς άλλες συνέπειες.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο αν κάποιος είναι αλλεργικός. Οι αντιδράσεις σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να είναι μέχρι και απειλητικές για τη ζωή.

Ένα τσίμπημα μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία και αναφυλακτικό σοκ.

Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο ένας άνθρωπος ανά 2.000.000 πεθαίνει από τσίμπημα μέλισσας ή σφήκας.

Η βαρύτητα της προηγούμενης αντίδρασης είναι ενδεικτική της επόμενης.

Επομένως, αν κάποιος εμφανίσει σοβαρή αντίδραση, όπως για παράδειγμα αλλεργικό σοκ, έχει πιθανότητα μεγαλύτερη από 50% να κινδυνεύσει το ίδιο ή και περισσότερο σε επόμενο τσίμπημα.

Αυτό επιβάλλει την αντιμετώπιση με τη δημιουργία και χορήγηση του κατάλληλου θεραπευτικού πρωτοκόλλου ανοσοθεραπείας.

Η επιτυχία της ανοσοθεραπείας εξαρτάται πρωτίστως από την ακριβή αναγνώριση και ταυτοποίηση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου και ανέρχεται για τη μέλισσα σε ποσοστό 85-90%, ενώ για τις σφήκες το ποσοστό είναι πάνω από 90%.

Ειδικά στα παιδιά εμφανίζει ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας.

Η επιτυχής ανοσοθεραπεία συνεπάγεται ότι ο ασθενής μπορεί να ανεχτεί τσίμπημα από μέλισσα ή σφήκα και να μην πάθει απολύτως τίποτα ή να εμφανίσει μια τοπική μόνο, ήπια αντίδραση, ανεξαρτήτως του πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή στο παρελθόν.